γδύνω

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ι. 1. αφαιρώ τα ενδύματα, γυμνώνω
2. κλέβω, αφαιρώ από κάποιον τα κινητά υπάρχοντα του, τον απογυμνώνω
3. εξαντλώ κάποιον οικονομικά
4. (για σπαθί) γυμνώνω, βγάζω απ' τη θήκη
II. γδύνομαι
βγάζω τα ρούχα μου, όλα ή μερικά απ' αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. γδύνω < αρχ. εκδύνω, ιων. τ. του εκδύω].