Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.
(AM γυμνῶ), -όω, Μ και γυμνώνω) γυμνόςΙ. 1. αφαιρώ το ένδυμα ή τα ενδύματα κάποιου, γδύνω2. (για ξίφος) βγάζω από τη θήκη3. αφαιρώ από κάποιον κάτι, ληστεύωII. μεσ. γυμνώνομαι (AM γυμνοῦμαι)1. γδύνομαι2. αποβάλλω κάτι, απαλλάσσομαι από κάτι.