γυμνώνω

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

(AM γυμνῶ), -όω, Μ και γυμνώνω) γυμνός
Ι. 1. αφαιρώ το ένδυμα ή τα ενδύματα κάποιου, γδύνω
2. (για ξίφος) βγάζω από τη θήκη
3. αφαιρώ από κάποιον κάτι, ληστεύω
II. μεσ. γυμνώνομαι (AM γυμνοῦμαι)
1. γδύνομαι
2. αποβάλλω κάτι, απαλλάσσομαι από κάτι.