γερόντιο

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

German (Pape)

[Seite 486] sagt der Schthe Ar. Th. 1199 für

Greek Monolingual

το (AM γερόντιον)
γεροντάκι, γεράκος
αρχ.
η γερουσία τών Καρχηδονίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του γέρων (-οντος)].