γερόντιο

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

German (Pape)

[Seite 486] sagt der Schthe Ar. Th. 1199 für

Greek Monolingual

το (AM γερόντιον)
γεροντάκι, γεράκος
αρχ.
η γερουσία τών Καρχηδονίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του γέρων (-οντος)].

Russian (Dvoretsky)

γερόντιο: в произнош. скифа Arph. = γερόντιον 1.