γλῆνος, το (Α)Ι. συνήθως στον πληθ. τα γλήνεα1. παιχνίδια, στολίδια2. άστραII. εν.1. γλήνη του οφθαλμού2. το φως.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλήνη.