γλήνος

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

γλῆνος, το (Α)
Ι. συνήθως στον πληθ. τα γλήνεα
1. παιχνίδια, στολίδια
2. άστρα
II. εν.
1. γλήνη του οφθαλμού
2. το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλήνη.