γλύφανο

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α γλύφανος, ο) γλύφω
εργαλείο με το οποίο ο γλύπτης λαξεύει μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο κ.λπ.
αρχ.
είδος μαχαιριού, σουγιάς.