οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
ο, Ν1. πτυσσόμενο μαχαιράκι τσέπης2. φρ. «τρώει ψωμί και σουγιά» — τρώει σκέτο ψωμί.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].