σουγιάς

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. πτυσσόμενο μαχαιράκι τσέπης
2. φρ. «τρώει ψωμί και σουγιά» — τρώει σκέτο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].