γόμα

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και γκόμα, η
1. κόμμι
2. κόλλα, κολλητική ουσία
3. γομολάστιχα, σβηστήρι
4. κομμίωση, ασθένεια τών εσπεριδοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο από ιταλ. gomma < λατ. gummi < (αρχ. ελλ.) κόμμι].