δαδί

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α δᾳδίον, Μ δαδίν)
κομμάτι από ξύλο δέντρου, συνήθως ρητινοφόρου, το οποίο χρησιμεύει ως προσάναμμα
νεοελλ.
μικρή λαμπάδα
αρχ.
θεραπευτικό επίθημα που περιείχε ρετσίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. δαδίν < αρχ. δᾳδίον, υποκορ. του δᾴς].