δαις

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

δαίς (δαιτός), η (Α)
1. μερίδα φαγητού
2. γεύμα, συμπόσιο
3. η τροφή, το κρέας
4. (για θηρία) η βορά
5. (ως κύριο όνομα) η Δαίς
προσωποποιημένη θεότητα της ευτυχίας («ἧλθεν δὲ Δαὶς... πρεσβίστη θεῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω II)].