δαίς (δαιτός), η (Α)1. μερίδα φαγητού2. γεύμα, συμπόσιο3. η τροφή, το κρέας4. (για θηρία) η βορά5. (ως κύριο όνομα) η Δαίςπροσωποποιημένη θεότητα της ευτυχίας («ἧλθεν δὲ Δαὶς... πρεσβίστη θεῶν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω II)].