δειελίη

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ἡ, (δείελος)

   A f.l. for δείελον, Call.Fr.190.

German (Pape)

[Seite 535] Vesperbrod, Callimach. bei Eustath. Odyss. 17, 599 p. 1832, 62, v. l. δείελον, s. Scholl. Odyss. 17, 599; Buttmann Lexil. 2, 194.

Greek (Liddell-Scott)

δειελίη: ἡ, (δείελος) τροφὴ μετὰ μεσημβρίαν, «δειλινόν», διάφ. γραφ. ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 190.

Greek Monolingual

δειελίη, η (Α)
το δειλινό, το βραδινό φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφαλμένη γραφή αντί του δείελον (βλ. λ. δείελος)].