δεντρικός

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δενδρικός, -ή, -όν
Α και δενδριακός, -ή, -όν)
όποιος ανήκει στα δένδρα ή προέρχεται απ' αυτά
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεντρικά
τα δένδρα
αρχ.
γεμάτος δένδρα.