δενδριακός
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
English (LSJ)
δενδριακή, δενδριακόν, = δενδρικός, AP6.22 (Zon.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
arbóreo θῆκεν ... δενδριακὴν θυσίην consistente en frutos AP 6.22 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 545] = δενδρικός, Zon. 3 (VI, 22) θυσίη
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. δενδρικός.
Russian (Dvoretsky)
δενδριᾰκός: древесный (θυσίη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δενδριακός: -ή, -όν, = δενδρικός, Ἀνθ. Π. 6. 22.
Greek Monolingual
δενδριακός, -ή, -όν (Α)
δενδρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον, παράλληλος τ. του δενδρικός.
Greek Monotonic
δενδριακός: -ή, -όν (δένδρον), αυτός που ανήκει στο δέντρο, δέντρινος, σε Ανθ.