δεσμίδα

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM δεσμίς) δέσμη
μικρή δέσμη (α. «δεσμίδες χαρτιού» β. «δεσμίδες χαρτονομισμάτων» γ. «μίνθης δεσμίδα μικρήν» — ένα μικρό μάτσο δυόσμο)
νεοελλ.
ανατ. «δεσμίδα νευρική» — συστοιχία από νευρικές ίνες συνταγμένες πυκνά και παράλληλα, οι οποίες διαβιβάζουν την κίνηση ή την αίσθηση.