μάτσο
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Greek Monolingual
το
1. δεσμίδα ομοειδών πραγμάτων («ένα μάτσο πράσα»)
2. επιμήκης δεσμίδα νήματος («ένα μάτσο κλωστή»)
3. μτφ. πλήθος, μεγάλη ποσότητα («μού αράδιασε ένα μάτσο ψευτιές»)
3. φρ. α) «μάτσο έχω τα χιλιάρικα» — έχω αρκετά χρήματα
β) «μάτσο μού τά 'στείλε ο Θεός» — μού ήλθαν πολλές ατυχίες μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mazzo].