συστοιχία
English (LSJ)
ἡ, column or series of things or ideas, Arist.APr.66b27, Metaph.1004b27, 1066a15, 1072a31, Thphr. CP 6.5.6; ἐκ τῶν σ. ὅσαι μὴ ἐπαλλάττουσιν ἀλλήλαις from series which are mutually exclusive, Arist.APo.79b7; ἐν τῇ αὐτῇ σ. τῆς κατηγορίας in the same line of predication, Id.Metaph. 1054b35, 1058a13; especially in Pythag. philosophy, pair of co-ordinate or parallel columns, αἱ ἀρχαὶ αἱ κατὰ συστοιχίαν λεγόμεναι in a series of co-ordinate pairs, as odd and even, one and many, right and left, ib.986a23; also, either of such parallel columns, ib.1093b12, PA670b21, EN1096b6, al., Thphr. Vent. 58, Gal.18(2).167.
German (Pape)
[Seite 1044] ἡ, Zusammenstehen, die Zusammenstellung in eine Reihe, Ordnung, das Gehören zu derselben Klasse, dah. Verwandtschaft, Entsprechung; ἐν τῇ αὐτῇ συστοιχίᾳ wird Arist. metaph. 9, 3 erkl. ἐν ταὐτῷ γένει, vgl. 1, 5 und Nic. eth. 1, 6, 7, wo nach den Pythagoreern συστοιχίαι τῶν ἀγαθῶν aufgeführt werden; top. 2, 9 u. anal. post. 1, 29 werden κινεῖσθαι u. ἠρεμίζεσθαι als τῆς ἑτέρας συστοιχίας bezeichnet. Vgl. das Folgde.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 situation sur le même rang, sur la même ligne;
2 fig. similitude ou analogie de classe, d'espèce, de catégorie ; t. de gramm. analogie des sons qui se prononcent avec le même organe.
Étymologie: σύστοιχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συστοιχία -ας, ἡ [σύστοιχος] rij, reeks.
Russian (Dvoretsky)
συστοιχία: ἡ
1 ряд (однородных или однотипных вещей): τὰ ἐν τῇ αὐτῇ συστοιχίᾳ Arst. вещи одного ряда (порядка); αἱ ἀρχαὶ αἱ κατὰ συστοιχίαν Arst. (пифагорейские) начала, расположенные рядами (т. е. попарно);
2 грам. ряд однородных по месту образования звуков.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και συστοιχεία Α σύστοιχος
η ιδιότητα του σύστοιχου, το να είναι κάτι σύστοιχο προς κάτι άλλο
νεοελλ.
1. σειρά ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων παράλληλα ή κατά ζεύγη («συστοιχία πυροβόλων»)
2. γραμμ. το να προέρχεται κάτι από την ίδια ρίζα ή από το ίδιο θέμα με κάτι άλλο
3. φρ. «ηλεκτρική συστοιχία»
(ηλεκτρ.) το αποτέλεσμα της σύνδεσης μεταξύ τους δύο ή περισσότερων ηλεκτρικών γεννητριών
αρχ.
1. σειρά πραγμάτων ή εννοιών που υπάγονται στο ίδιο είδος ή στην ίδια τάξη
2. καθεμιά από παράλληλες σειρές
3. (κατά τους Πυθαγορείους) παράλληλη ή ομοταγής σειρά («αἱ ἀρχαὶ αἱ κατὰ συστοιχίαν λεγόμενοι», Γαλ.).
Greek Monotonic
συστοιχία: ἡ, σειρά πραγμάτων ή εννοιών που υπάγονται στο ίδιο είδος ή την ίδια λογική κατηγορία ή τάξη, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συστοιχία: ἡ, τὸ ἵστασθαι ἐν τῇ αὐτῇ σειρᾷ, τὰς συστοιχίας τῆς ἀμπέλου Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 48. ΙΙ. σειρὰ πραγμάτων ἢ ἐννοιῶν ὑπαγομένων εἰς τὴν αὐτὴν τάξιν ἢ εἰς τὸ αὐτὸ εἶδος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 3. 21, 2, Τοπ. 2. 9, 3, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 5, 6· αἱ σ. ἐπαλλάττουσιν, αἱ δύο σειραὶ ἔχουσιν ἐναλλασσόμενα ἢ κοινὰ γνωρίσματα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 15, 3, πρβλ. σύστοιχος. 2) ἐν τῇ τῶν Πυγαγορείων φιλοσοφίᾳ, σειρὰ παράλληλος ἢ ὁμοταγής, αἱ ἀρχαὶ αἵ κατὰ συστοιχίαν λεγόμεναι, ἐπὶ σειρᾶς παραλλήλων ἢ ὁμοταγῶν ζευγῶν, οἷον, περιττὸν καὶ ἄρτιον· ἓν καὶ πολλά· δεξιὸν καὶ ἀριστερόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 6, πρβλ. 3. 3. 21., 9. 3, 10, π. Ζ. Μορ. 3. 7, 17, Ἠθικ. Νικ. 1. 6, 7, κ. ἀλλ. 3) περὶ τῆς γραμματ. ἐννοίας, ἴδε σύστοιχος 2.