δημοπράτης
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ,
A auctioneer of public goods, Poll.9.10.
Greek Monolingual
ο (Α δημοπράτης)
αυτός που πουλάει κάτι σε δημοπρασία
αρχ.
αυτός που εκποιεί δημόσια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -πράτης < πράτης < πιπράσκω «πουλάω»].