δημοπράτης

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,

   A auctioneer of public goods, Poll.9.10.

Greek Monolingual

ο (Α δημοπράτης)
αυτός που πουλάει κάτι σε δημοπρασία
αρχ.
αυτός που εκποιεί δημόσια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -πράτης < πράτης < πιπράσκω «πουλάω»].