δημοπράτης

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοπράτης Medium diacritics: δημοπράτης Low diacritics: δημοπράτης Capitals: ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΣ
Transliteration A: dēmoprátēs Transliteration B: dēmopratēs Transliteration C: dimopratis Beta Code: dhmopra/ths

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ, auctioneer of public goods, Poll.9.10.

Greek Monolingual

ο (Α δημοπράτης)
αυτός που πουλάει κάτι σε δημοπρασία
αρχ.
αυτός που εκποιεί δημόσια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -πράτης < πράτης < πιπράσκω «πουλάω»].