διάκαμψις

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A bending, of the body, in exercise, Archig. ap. Aët.12.1.

Greek (Liddell-Scott)

διάκαμψις: -εως, ἡ, λύγισμα, στροφή, Γρηγ. Ναζ.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
flexióndel cuerpo en ejercicio, Archig. en Aët.12.1 (p.21)
inflexión Gr.Naz.M.36.433B.

Greek Monolingual

διάκαμψις, η (Α) διακάμπτω
κάμψη του σώματος κατά την εκτέλεση γυμναστικών ασκήσεων.