διάκαμψις

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκαμψις Medium diacritics: διάκαμψις Low diacritics: διάκαμψις Capitals: ΔΙΑΚΑΜΨΙΣ
Transliteration A: diákampsis Transliteration B: diakampsis Transliteration C: diakampsis Beta Code: dia/kamyis

English (LSJ)

-εως, ἡ, bending, of the body, in exercise, Archig. ap. Aët.12.1.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
flexión del cuerpo en ejercicio, Archig. en Aët.12.1 (p.21)
inflexión Gr.Naz.M.36.433B.

Greek (Liddell-Scott)

διάκαμψις: -εως, ἡ, λύγισμα, στροφή, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

διάκαμψις, η (Α) διακάμπτω
κάμψη του σώματος κατά την εκτέλεση γυμναστικών ασκήσεων.

German (Pape)

ἡ, Krümmung, Sp.