διάθλαση

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η διαθλώ
η θλάση, η θραύση, το σπάσιμο σε δύο μέρη («διάθλαση ήχου, κυμάτων, οφθαλμού, φωτός», «διάθλαση αστρονομική, γεωδαιτική», «διπλή διάθλαση» κ.λπ.).