Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαθλώ

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

(I)
(Α διαθλῶ, -άω) θλώ
1. σπάζω σε δύο μέρη, χωρίζω στα δύο
2. κατασυντρίβω
3. διαπερνώ, διασχίζω
4. φυσ. προκαλώ διάθλαση φωτεινής ακτίνας
5. ιατρ. συμπιέζω ζουλώ, συνθλίβω
αρχ.
θρυμματίζω.
(II)
(Α διαθλῶ, -έω) αθλώ
1. αγωνίζομαι απεγνωσμένα
2. αγωνίζομαι ακατάπαυστα μέχρι τέλους.