διακύμανση

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. κυματοειδής κίνηση, μεταβλητότητα
2. αυξομείωση
3. διαμόρφωση
4. μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους γύρω από τη μέση τιμή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διακυμαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].