αυξομείωση

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

η (AM αὐξομείωσις) αυξομειώ
η διαδοχική αύξηση και μείωση
αρχ.
1. η παλίρροια
2. η γέμιση και η χάση του φεγγαριού.