Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
η (AM αὐξομείωσις) αυξομειώη διαδοχική αύξηση και μείωσηαρχ.1. η παλίρροια2. η γέμιση και η χάση του φεγγαριού.