(Α διαπαιδαγωγῶ, -έω)1. επιβλέπω την αγωγή παιδιού2. ανατρέφω, διαπλάθω τον χαρακτήρα παιδιούαρχ.1. περιποιούμαι, τέρπω2. περνώ τον καιρό μου.