διαπειράζω

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

   A tempt, make trial of, τινά LXX 3 Ma. 5.40.    II attempt, try, c. inf., J.AJ15.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

διαπειράζω: δοκιμάζω, τινὰ Ἑβδ. (3 Μακκ. ε', 40). ΙΙ. κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω, μετ᾿ ἀπαρ., Ἰώσηππ. Ι. Ἀρχ. 15. 4, 2.

Spanish (DGE)

1 poner a prueba ἡμᾶς LXX 3Ma.5.40, en or. c. εἰ: ἔστησεν αὐτὴν ... χαμαί, διαπειρᾶσαι εἰ ἵσταται la puso en el suelo para probar si se tenía de pie, Proteu.6.1
tentar σφῆλαι ... τινὰς ἀπίστους Thdt.HE 5.10.3.
2 intentar διεπείραζεν εἰς συνουσίαν ἐλθεῖν τῷ βασιλεῖ (Cleopatra) intentó acostarse con el rey (Herodes), I.AI 15.97.

Greek Monolingual

διαπειράζω (Α) πειράζω
1. δοκιμάζω
2. επιχειρώ, κάνω απόπειρα.