διάνθιση

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α διάνθισις) διανθίζω
1. ανθοστόλισμα, διακόσμηση με άνθη
2. εμπλουτισμός λόγου με ωραίες εκφράσεις και ρητορικά σχήματα.