διανθίζω
κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit
English (LSJ)
adorn with flowers, δ. τὴν κεφαλὴν στεφάνοις Luc.Bis Acc.16 (Pass.); also with jewels, J.AJ8.5.2:—Pass., to be picked out, decorated, χλαμύδες διηνθισμέναι Plu.Phil.9; κέδρου ζῴδια χρυσῷ διηνθισμένα Paus.6.19.12; ξόανον χρυσῷ δ. Id.7.26.4, cf. Hdn. 5.3.6; μηκέτι διηνθισμένος ποικιλίᾳ χρωμάτων, ὅλον δὲ λευκωθείς, of a leper, Ph.1.346.
Spanish (DGE)
I 1adornar con flores en v. pas. τὴν κεφαλὴν τοῖς στεφάνοις διηνθισμένος Luc.Bis Acc.16
•adornar τοὺς τοίχους τοῖς ἐγκλειομένοις χρυσῷ λίθοις διανθίσας I.AI 8.139, en v. pas. στρατιωτικαὶ χλαμύδες διηνθισμέναι Plu.Phil.9, cf. D.S.5.30, ἀναθήματα ... κέδρου ζῴδια χρυσῷ διηνθισμένα Paus.6.19.12, ξόανον χρυσῷ τε ἐπιπολῆς διηνθισμένον Paus.7.26.4, στέφανος λίθων πολυτελῶν χροιᾷ διηνθισμένος Hdn.5.3.6, βύσσῳ καὶ πορφύρᾳ διανθιζόμενοι Gr.Nyss.V.Mos.131.11, ποικίλαις διήνθισται ταῖς χρόαις ref. a los ojos, Ast.Am.Hom.7.4.1.
2 en v. med.-pas., en perf. estar manchado en la piel, op. λευκωθείς, del enfermo de lepra, Ph.1.346, de ciertos bueyes sagrados egipcios διήνθισται αὐτοῖς (τοῖς σημείοις) Ael.NA 11.10.
3 coger flores Sud.
II v. med.
1 llevarse las flores de διανθιζόμενοι τὴν χλόην Clem.Al.Paed.2.8.70, cf. Sud.s.u. διανθίζω.
2 ser un florilegio, una antología ὁ δὲ ἕβδομος αὐτῷ λόγος διήνθισται ἐκ τῆς Ἡροδότου ἱστορίας de las Egipcíacas de Helánico, Phot.Bibl.104a16.
German (Pape)
[Seite 592] mit Blumen sticken; χλαμύδες διηνθισμέναι Plut. Philop. 9; übh. = verzieren, schmücken; στέφανος λίθοις πολυτελέσι διηνθισμένος Hdn. 5, 3, 12; τὴν κεφαλὴν στεφάνοις Luc. Bis acc. 16, u. a. Sp. – Med. = ἀπανθίζομαι, Clem. Al.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. διήνθισμαι;
1 orner de fleurs;
2 broder : χλαμύδες διηνθισμέναι PLUT chlamydes brodées.
Étymologie: διά, ἀνθίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διανθίζω [διανθής] met bloemen versieren; pass.: χλαμύδες διηνθισμέναι met bloemen versierde mantels Plut. Phil. 9.9.
Russian (Dvoretsky)
διανθίζω:
1 украшать цветами: δ. τὴν κεφαλὴν στεφάνοις Luc. надевать на голову венки из цветов;
2 расшивать цветами (χλαμύδες διηνθισμέναι Plut.).
Greek Monolingual
(AM διανθίζω)
1. ανθοστολίζω, διακοσμώ με άνθη
2. διακοσμώ με κεντήματα, δαντέλες ή πολύτιμους λίθους
3. εμπλουτίζω τον λόγο με εντυπωσιακές εκφράσεις, ρητορικά σχήματα ή παραθέματα από άλλους συγγραφείς, γνωμικά, παροιμίες κ.λπ.
Greek Monotonic
διανθίζω: μέλ. -ίσω, διακοσμώ, εξωραΐζω, στολίζω, κοσμώ με λουλούδια, σε Λουκ. — Παθ., είμαι ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος, στολισμένος, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
διανθίζω: κοσμῶ δι’ ἀνθέων, δ. τὴν κεφαλὴν στεφάνοις Λουκ. Δὶς Κατηγ. 16. - Παθ., εἶμαι πεποικιλμένος, χλαμύδες διηνθισμέναι Πλούτ. Φιλοπ. 9· ζῷδια χρυσῷ διηνθισμένα Παυσ. 6. 19, 12, πρβλ. 7. 26, 4.
Middle Liddell
fut. ίσω
to adorn with flowers, Luc.:—Pass. to be variegated, Plut.