δεσμωτήριο
Greek Monolingual
το (AM δεσμωτήριον)
νεοελλ.
κρατητήριο, χώρος προσωρινού περιορισμού υποδίκου
αρχ.-μσν.
φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεσμώτης.
το (AM δεσμωτήριον)
νεοελλ.
κρατητήριο, χώρος προσωρινού περιορισμού υποδίκου
αρχ.-μσν.
φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεσμώτης.