κρατητήριο
From LSJ
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
Greek Monolingual
το
1. μηχανισμός που ανακόπτει την κίνηση, κυρίως σε μηχανές
2. τόπος σε αστυνομικό τμήμα, στρατόπεδο κ.α., στον οποίο είναι εγκλεισμένοι αυτοί που βρίσκονται υπό κράτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατώ + -τήριο (πρβλ. ορμητήριο, σιωπητήριο). Η λ., στον λόγιο τ. κρατητήριον, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εστία].