διατυλίσσω

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

Att. διατυλίττω,

   A unroll, S.E.M.1.281.

German (Pape)

[Seite 608] auseinanderwickeln, aufrollen, τὴν ποίησιν, Sext. Emp. adv. math. 1, 281.

Greek (Liddell-Scott)

διατῠλίσσω: Ἀττ. -ττω, ἐκτυλίσσω, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1.281.

Spanish (DGE)

desenrollar para leer τὴν Ὁμηρικὴν διετύλισσε ποίησιν S.E.M.1.281.

Greek Monolingual

διατυλίσσω και διατυλίττω (Α)
ξετυλίγω, αναπτύσσω.