(-έω) (ΑΝ) (επιτατ. του φίλονικώ)1. μαλώνω για την κατοχή ενός πράγματος, αμφισβητώ, διεκδικώ2. διαγωνίζομαι, αμιλλώμαινεοελλ.(μτχ.) διαφιλονικούμενοςο αμφισβητούμενος, επίδικος.