διεκδικώ
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
Greek Monolingual
(AM διεκδικῶ, -έω) εκδικώ
απαιτώ, εγείρω απαίτηση, συνήθως στα δικαστήρια, για όσα ισχυρίζομαι πως μού ανήκουν
νεοελλ.
1. υπερασπίζω με αγώνες, αγωνίζομαι να κερδίσω ή να κρατήσω κάτι, διεκδικώ τα δικαιώματα μου, την ελευθερία μου κ.λπ.
2. προσπαθώ ν' αποκτήσω κάτι διαγωνιζόμενος με άλλους («πολλοί διεκδικούν την προεδρία»)
αρχ.-μσν.
1. εκδικούμαι, τιμωρώ
2. προστατεύω, υπερασπίζομαι.