αμφισβητώ

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀμφισβητῶ)
1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι
2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ
3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών
νεοελλ.
δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία ενός προσώπου ή το κύρος κάποιου πράγματος, γεγονότος, κ.λπ., αμφιβάλλω
αρχ.
1. βαδίζω ή στέκομαι χωριστά από κάποιον, διίσταμαι
2. φιλονικώ, λογομαχώ με κάποιον ή για κάτι
3. έχω αξιώσεις, απαιτώ
4. βρίσκομαι υπό αμφισβήτηση για κάτι, διαφιλονικώ
5. ισχυρίζομαι, επιμένω, βεβαιώνω
6. (το παθητικό απρόσωπο) αμφισβητείται
υπάρχει αντιλογία, φιλονικία
7. (το αρσενικό της ενεργητικής μετοχής του ενεστώτα στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) οἱ ἀμφισβητοῦντες
οι αντίδικοι
8. (το ουδέτερο της παθητικής μετοχής του ενεστώτα στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τὰ ἀμφισβητούμενα α) ζητήματα ή θέματα διαφιλονικούμενα
β) επιχειρήματα, ισχυρισμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρασύνθετο ρ., από σύνθ. ουσιαστικά που δεν μαρτυρούνται: < ἀμφισβήτης ή ἀμφισβάτης (πρβλ. παραβάτης) < ἀμφὶς + βῆναι (αόρ. του βαίνω).
ΠΑΡ. αμφισβήτηση
αρχ.
ἀμφισβήτημα, ἀμφισβήτητος.