(AM διαστρεβλῶ, -όω)μσν.1. κάνω κάτι ή κάποιον ολοκληρωτικά στρεβλό, παραμορφώνωμσν.- νεοελλ.παραποιώ, διαστρέφω, αλλοιώνω («διαστρέβλωσε την αλήθεια»).