παραμορφώνω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Greek Monolingual
παραμορφῶ, -όω, ΝΜΑ
1. μεταβάλλω τη μορφή πράγματος ώστε να φαίνεται διαφορετικό, μετασχηματίζω
2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω («με τις δηλώσεις του παραμόρφωσε την αλήθεια»)
νεοελλ.
1. αλλάζω κάτι προς το χειρότερο, κάνω κάτι ώστε να φαίνεται άσχημο, κάνω δύσμορφο, ασχημίζω («τα φάρμακα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο»)
2. μέσ. παραμορφώνομαι
(με ειρων. σημ.) μορφώνομαι πολύ («με τις παρέες που συναναστρέφεται παραμορφώνεται»)
3. (μέσ.-παθ.) α) (για πρόσ.) γίνομαι δύσμορφος
β) (για πράγμ.) υφίσταμαι οριστική αλλοίωση.