παραποιώ

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek Monolingual

παραποιῶ, -έω, ΝΜΑ
κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο για να εξαπατήσω κάποιον, κατασκευάζω κάτι κατ' απομίμηση για εξαπάτηση, νοθεύω, κιβδηλεύωπαραποιώ νόμισμα» — παραχαράσσω νόμισμα)
νεοελ. διαστρεβλώνω, αλλοιώνω («παραποίησε το νόημα του αποσπάσματος δημοσιεύοντάς το ελλιπές»)
μσν.-αρχ.
ιδιοποιούμαι κάτι μεταβάλλοντας το, απομιμούμαι («πολλὰ δὲ τῶν Ξάνθου παραπεποίηκεν ὁ Στησίχορος, ὥσπερ τὴν Ὀρέστειαν καλουμένην», Αθήν.)
αρχ.
1. τροποποιώ ελαφρώς («τὸ δὲ ἄλσος τὸ ἱερὸν τοῦ Διός, παραποιήσαντες τὸ ὄνομα, Ἄλτιν... καλοῦσι», Παυσ.)
2. κάνω παρωδία («τοιγαροῦν οὐ κακῶς τις παρεποίησε τῶν σαπρῶν τούτων ποιητῶν», Δίων Χρυσ.)
3. εισάγω ως επεισόδιο σε κάποιο ποίημα
4. (μέσ. με ενεργ. σημ.) παραποιοῦμαι, -έομαι
νοθεύω, κιβδηλεύω.