παραποιώ

From LSJ

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source

Greek Monolingual

παραποιῶ, -έω, ΝΜΑ
κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο για να εξαπατήσω κάποιον, κατασκευάζω κάτι κατ' απομίμηση για εξαπάτηση, νοθεύω, κιβδηλεύωπαραποιώ νόμισμα» — παραχαράσσω νόμισμα)
νεοελ. διαστρεβλώνω, αλλοιώνω («παραποίησε το νόημα του αποσπάσματος δημοσιεύοντάς το ελλιπές»)
μσν.-αρχ.
ιδιοποιούμαι κάτι μεταβάλλοντας το, απομιμούμαι («πολλὰ δὲ τῶν Ξάνθου παραπεποίηκεν ὁ Στησίχορος, ὥσπερ τὴν Ὀρέστειαν καλουμένην», Αθήν.)
αρχ.
1. τροποποιώ ελαφρώς («τὸ δὲ ἄλσος τὸ ἱερὸν τοῦ Διός, παραποιήσαντες τὸ ὄνομα, Ἄλτιν... καλοῦσι», Παυσ.)
2. κάνω παρωδία («τοιγαροῦν οὐ κακῶς τις παρεποίησε τῶν σαπρῶν τούτων ποιητῶν», Δίων Χρυσ.)
3. εισάγω ως επεισόδιο σε κάποιο ποίημα
4. (μέσ. με ενεργ. σημ.) παραποιοῦμαι, -έομαι
νοθεύω, κιβδηλεύω.