διεξεργάζομαι

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

   A work out, effect, κακά Pl.Lg.798d.    II make away with, v.l.in Hdt.5.92.γ and D.H.6.35.

German (Pape)

[Seite 619] ganz vollenden, vollbringen; κακά Plat. Legg. VII, 798 d; dah. = zu Grunde richten, Dion. Hal. 6, 35.

Greek (Liddell-Scott)

διεξεργάζομαι: ἀποθ., ἐξεργάζομαι ἐντελῶς, ἀποτελειῶ, Πλάτ. Νόμ. 798D. ΙΙ. ἀφανίζω, καταστρέφω, Διον. Ἁλ. 6. 35.

Spanish (DGE)

realizar, llevar a cabo κακά Pl.Lg.798d.

Greek Monolingual

διεξεργάζομαι (Α) εξεργάζομαι
1. αποτελειώνω, εκτελώ
2. διαφθείρω, καταστρέφω, αφανίζω.