διέρπω
English (LSJ)
A creep or pass through, πῦρ δ., of the ordeal of fire, S.Ant. 265; διά τινος Plu.2.517a: metaph., τὸ διέρπον τῶν μηχανημάτων Eun.Hist.p.254D.: abs., of disease, spread, Ph.2.349.
German (Pape)
[Seite 621] dasselbe; πῦρ, durch, das Feuer gehen, Soph. Ant. 265; διά τινος, Plut. de cur. 3.
Greek (Liddell-Scott)
διέρπω: ἕρπω ἢ διέρχομαι διὰ μέσου, πῦρ δ., ἐπὶ τῆς διὰ πυρὸς δοκιμασίας ἢ ἐξετάσεως, Σοφ. Ἀντ. 265· διά τινος Πλούτ. 2. 516F.
French (Bailly abrégé)
f. διέρψω;
ramper ou se traîner à travers : τι, διά τινος à travers qch.
Étymologie: διά, ἕρπω.
Spanish (DGE)
I tr. recorrer, pasar, andar por ἦμεν ἔτοιμοι ... πῦρ διέρπειν estábamos dispuestos a andar por el fuego S.Ant.265, δώδεκ' ἆθλα διέρπων de Heracles, Orph.H.12.12, σύριγξ αὐτὸ ... διέρπει μέσον un canalillo lo recorre por en medio (al colmillo del elefante), Philostr.VA 2.13
•arrastrarse por καλάμης χύσιν ... διέρπει (una serpiente), Nic.Th.297.
II intr.
1 pasar, deslizarse χρόνος δίερπων E.Fr.441
•fig. del πολυπράγμων entremeterse Plu.2.516f.
2 extenderse, avanzar de una enfermedad cutánea, Ph.2.349
•fig. τὸ δίερπον τῶν μηχανημάτων Eun.Hist.62.1
•c. ac. de direcc. ὁ νόμος ... εἰς πάντα διέρπει χρόνον Cyr.Al.M.68.784D, cf. 628D, ἐπὶ τὰ νοητά Cyr.Al.M.68.1037A.