διογκώνω

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM διογκῶ -όω) ογκώ
1. μεγαλώνω τον όγκο κάποιου πράγματος
2. (-ομαι) φουσκώνω, πρήζομαι
νεοελλ.
δίνω μεγαλύτερες διαστάσεις σε κάτι ή του αποδίδω μεγαλύτερη σημασία απ' όση πραγματικά έχει
αρχ.
διογκούμαι
1. υπερηφανεύομαι
2. (για νερό λίμνης κ.λπ.) πλημμυρίζω.