διοσημία
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. διοσημεία.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -σημεία Arat.SHell.89, D.S.17.85, Plu.Aem.3, Paus.3.5.8, Eun.VS 484, Marin.Procl.37, Lyd.Ost.1
señal de Zeus, presagio del cielo esp. ref. a fenómenos atmosféricos como truenos, rayos, lluvia, Ar.Ach.171, D.S.2.19, l.c., ἡ ἀπ' ὀρνίθων καὶ διοσημειῶν ... μαντική Plu.l.c., βρονταὶ καὶ διοσημίαι Plu.Dio 38.1, διοσημίαι τε καὶ σκηπτοί Philostr.VA 2.33, δ. ἢ τῆς γῆς ... σεισμός D.Chr.38.18, cf. D.C.39.39.6, δ. ἐς τὰ μέλλοντα Philostr.Her.41.18, φαμὲν τὸν Δία ὕειν καὶ διοσημίας καλοῦμεν Ach.Tat.Fr.p.83, cf. Plu.Galb.23, 2.419e, Paus.l.c., D.C.38.13.4, 40.17.2, Philostr.VA 8.23, Iul.Or.7.212b, Eun.l.c., Marin.l.c., Lyd.Ost.27, l.c.
•Διοσημεῖαι tít. de una parte de los Φαινόμενα de Arato, Arat.l.c.
Greek Monolingual
η (Α)
1. κάθε σημείο που προέρχεται από τον Δία, οιωνός από τον ουρανό, μετεωρολογικό ή ουράνιο φαινόμενο που προαναγγέλλει το μέλλον
2. οιωνός, σημάδι, μήνυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -σημία < -σημος < σήμα]