δίχρωμος

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ον, = foreg., Luc.Prom.Es4, Gal.13.460.    II Subst. δίχρωμος, ἡ, name of a plaster, Aët.15.13.    2 δίχρωμον, τό, = περιστερεὼν ὕπτιος, Ps.-Dsc.4.60.

German (Pape)

[Seite 647] dasselbe, Luc. Prom. 4 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de deux couleurs.
Étymologie: δίς, χρῶμα.

Spanish (DGE)

-ον
I bicolor, ἄνθρωπος Luc.Prom.Es.4, ζῴδιον de Aries, Vett.Val.5.24, σῦκα Gp.10.53.2.
II subst.
1 medic. ἡ δ. (sc. ἔμπλαστρος) el emplasto de dos colores Gal.13.460, Aët.15.13 (p.45), Paul.Aeg.4.48.3, 7.17.55.
2 bot. τὸ δ. verbena, Verbena supina L., o v. officinalis L., Ps.Dsc.4.60.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίχρωμος, -ον)
αυτός που έχει δύο χρώματα
μσν.
το θηλ. ως ουσ. η δίχρωμος
ονομασία εμπλάστρου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δίχρωμον
το φυτό περιστερόχορτο.