(δρῦς): oaken, Od. 21.43†.
-η, -ο (AM δρύϊνος, -ον)ο φτιαγμένος από βαλανιδιάνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο δρύινος1. μικρό υμενόπτερο έντομο2. ανιοβόλο φίδι της νοτιοανατολικής Ασίαςφρ. «δρύϊνον πῡρ» — φωτιά από ξύλα βαλανιδιάς.