εγχειρίζω

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐγχειρίζω)
δίνω στο χέρι, εμπιστεύομαι, αναθέτω, παραδίνω («ἐνεχείρισε τὸ βρέφος»)
μσν.- νεοελλ.
εγχειρώ
αρχ.-μσν.
αποδέχομαι κάτι που μού προσφέρεται
αρχ.
παραδίνομαι.