εγχειρώ
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(AM ἐγχειρῶ, -έω)
νεοελλ.
διενεργώ εγχείρηση
αρχ.-μσν.
1. βάζω το χέρι μου πάνω σε κάποιον ή κάτι
2. επιχειρώ
αρχ.
1. επιτίθεμαι
2. αρχίζω θεραπεία.