εἰκοσαπλάσιος

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

[πλᾰ], α, ον, = sq., Aristarch. Sam.7, Procl.Hyp.3.68.

German (Pape)

[Seite 727] zwanzigfach, Plut. fac. orb. lun. 10.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοσαπλάσιος: -α, -ον, = εἰκοσαπλοῦς, Θεολ. Ἀριθμ. 40.

Spanish (DGE)

-α, -ον
veinte veces mayor en tamaño τὸ ἀπόστημα ὃ ἀπέχει ὁ ἥλιος ἀπὸ τῆς γῆς ... ἔλασσον δὲ ἢ εἰκοσαπλάσιον Aristarch.Sam.Hyp.7, cf. Ti.Locr.96c.212, Procl.Hyp.3.68, Olymp.in Mete.135.36, Simp.in Ph.951.20
en cantidad ὀρόβους ... λειοτριβήσας εἰκοσαπλασίῳ μέλιτι Gal.14.366.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM εἰκοσαπλάσιος, -α, -ον)
είκοσι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος.