(AM εἰσπηδῶ, -άω)πηδώ μέσαμσν.- νεοελλ.κατορθώνω να καταλάβω θέση ή αξίωμα με δόλιο τρόπο ή αντικανονικάμσν.πηδώ επάνω, ανεβαίνωαρχ.-μσν.εμφανίζομαι, μπαίνω με ορμή, επιτίθεμαι.