εκθλιβή

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἐκθλιβή)
νεοελλ.
η έκθλιψη, η αφαίρεση του χυμού με συμπίεσηεκθλιβή σταφυλιών, τεύτλων κ.λπ.»)
αρχ.
κατάθλιψη, στενοχώρια.