εκτικός

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἑκτικός, -ή, -όν)
Ι. μσν.-νεοελλ. ιατρ. «εκτικός πυρετός» — αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας, καχεξία και απίσχνανση
αρχ.
1. συνήθης, συνεχής, καθ' έξιν
2. ικανός, επιτήδειος για κάτι
3. καχεκτικός, απισχναντικός
II. επίρρ. ἑκτικῶς
1. καθ' έξιν
ευχερώς
2. καχεκτικώς.