ελένιο

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α ἑλένιον)
νεοελλ.
πολυετές φυτό της Αμερικής, της οικογένειας τών συνθέτων
αρχ.
1. ονομασία φυτού, κόνυζα
2. βοτάνι το οποίο πίστευαν ότι έσπειρε η Ελένη για να εξοντώσει τα φίδια.